loiter$45355$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

loiter$45355$ - translation to ελληνικό

TO STAND ABOUT WITHOUT ANY AIM OR PURPOSE
Loiter; Loiter (law); Loiterer; Loiterers
  • Gilbert Wheatley, arrested in England on 7 July 1904, for loitering with intent to commit a [[felony]]
  • "No Loitering" sign in [[Fortuna, California]]

loiter      
v. χασομερώ, χαζεύω

Ορισμός

Loiterer
·noun An idle vagrant; a tramp.
II. Loiterer ·noun One who loiters; an Idler.

Βικιπαίδεια

Loitering

Loitering is the act of remaining in a particular public place for a prolonged amount of time without any apparent purpose.

While the laws regarding loitering have been challenged and changed over time, loitering is still illegal in various jurisdictions and specific circumstances.